ἀποτείνει

ἀποτείνει
ἀποτείνω
stretch out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποτείνω
stretch out
pres ind mp 2nd sg
ἀποτείνω
stretch out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • αποτείνω — ότεινα, οτάθηκα 1. απευθύνω: Ο δικηγόρος ζήτησε να αποτείνει μερικές ερωτήσεις στο μάρτυρα. 2. το μέσ., αποτείνομαι απευθύνομαι, παρακαλώ: Αποτάθηκε σε πολλούς, αλλά κανένας δεν τον βοήθησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”